ψεύδεσι

ψεύδεσι
ψεύ̱δεσι , ψεῦδις
masc/fem dat pl
ψεύ̱δεσι , ψεῦδος
falsehood
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψευδέσι — ψευδής lying masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδάλλω — (Α) κατασκευάζω ή στολίζω με δεξιοτεχνία (α. «σάκος... δαιδάλλων» στολίζοντας με τέχνη την ασπίδα, Όμ. β. «μῡθοι ψεύδεσι δεδαιδαλμένοι» λόγια με ψευτιές στολισμένα, Όμ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δαίδαλος] …   Dictionary of Greek

  • παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”